καταψυκτικός

καταψυκτικός
-ή, -ό (Α καταψυκτικός, -ή, -όν) [καταψύχω]
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει κατάψυξη
αρχ.
δροσιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταψυκτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί μεγάλη ψύξη: Θέλει καταψυκτική εγκατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψυκτικά — καταψυκτικός cooling neut nom/voc/acc pl καταψυκτικά̱ , καταψυκτικός cooling fem nom/voc/acc dual καταψυκτικά̱ , καταψυκτικός cooling fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικόν — καταψυκτικός cooling masc acc sg καταψυκτικός cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικοῖς — καταψυκτικός cooling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικοῦ — καταψυκτικός cooling masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικῇ — καταψυκτικός cooling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτική — καταψυκτικός cooling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτήριος — ια, ο [καταψύχω] αυτός που επιφέρει κατάψυξη, καταψυκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”